- ναυτοδίκαι
- ναυτοδίκαιjudges of the admiralty-courtmasc nom/voc plναυτοδίκηςmasc nom/voc plναυτοδίκᾱͅ , ναυτοδίκηςmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
НАВТОДИКИ — • Ναυτοδίκαι, чиновники в Афинах, о которых неизвестно, избирались ли они голосованием или по жребию. Они ведали торговые дела (δίκαι ε̉μπόρων) и процессы ξενίας против тех лиц, которые, происходя от родителей, не имеющих прав… … Реальный словарь классических древностей
ναυτοδικῶν — ναυτοδίκαι judges of the admiralty court masc gen pl ναυτοδίκης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτοδίκαις — ναυτοδίκαι judges of the admiralty court masc dat pl ναυτοδίκης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Xenias graphe — Die Klage xenias graphē (griechisch ξενίας γραφή, wörtlich: „(An)Klage wegen des (Status eines) Fremden“), war im klassischen Athen die Popularklage gegen eine vermeintlich fremde Person ohne athenisches Bürgerrecht, die sich dieses Recht… … Deutsch Wikipedia
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
εκδικάζω — (AM ἐκδικάζω) διεξάγω (ως δικαστής) δίκη, κρίνω μια υπόθεση ώς το τέλος («οἱ ναυτοδίκαι οὐκ ἐξεδίκασαν», Λυσ.) αρχ. 1. μέσ. επιζητώ δικαστικά το δίκιο μου 2. κατηγορώ 3. εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση … Dictionary of Greek
ναυτοδίκης — ο (Α ναυτοδίκης) νεοελλ. αξιωματικός τού Πολεμικού Ναυτικού ο οποίος είναι μέλος τού ναυτοδικείου αρχ. στον πληθ. οἱ ναυτοδίκαι δικαστές οι οποίοι εκλέγονταν τον μήνα Γαμηλιώνα και ήταν αρμόδιοι για την εκδίκαση ναυτικών υποθέσεων και ιδίως αυτών … Dictionary of Greek
ναυτοδίκας — ναυτοδίκᾱς , ναυτοδίκαι judges of the admiralty court masc acc pl ναυτοδίκᾱς , ναυτοδίκης masc acc pl ναυτοδίκᾱς , ναυτοδίκης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)